ἀναμεμειγμένας — ἀναμεμειγμένᾱς , ἀναμίγνυμι mix up perf part mp fem acc pl ἀναμεμειγμένᾱς , ἀναμίγνυμι mix up perf part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίπτερα — (diptera). Τάξη εντόμων, που περιλαμβάνει περίπου 100.000 είδη, διαδεδομένα σε ολόκληρη τη Γη. Τα δ. έχουν, στο μεγαλύτερο ποσοστό, μέτριο μέγεθος και γενικά διαθέτουν ένα ζεύγος μεμβρανωδών πτερύγων. Το πίσω ζεύγος έχει μεταπλαστεί σε αισθητήρια … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
κοπρία — Οργανικό λίπασμα, το οποίο αποτελείται από στερεά περιττώματα ζώων, αναμεμειγμένα με υποστρωματικό υλικό. Η χρήση της κ. ως λίπασμα είναι γνωστή από τα αρχαία χρόνια. Σήμερα, ωστόσο, χρησιμεύει περισσότερο ως βιοκαύσιμο στα θερμοκήπια και για την … Dictionary of Greek
κοπριά — Οργανικό λίπασμα, το οποίο αποτελείται από στερεά περιττώματα ζώων, αναμεμειγμένα με υποστρωματικό υλικό. Η χρήση της κ. ως λίπασμα είναι γνωστή από τα αρχαία χρόνια. Σήμερα, ωστόσο, χρησιμεύει περισσότερο ως βιοκαύσιμο στα θερμοκήπια και για την … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Βαλλαχάδες ή Βαλλαάδες — Έλληνες μουσουλμάνοι της ανατολικής Μακεδονίας, οι οποίοι ζούσαν στην Ανασελίτσα και στα γύρω χωριά, ανάμεσα στη Σιάτιστα, την Καστοριά και τα Γρεβενά. Ιστορικά, η παρουσία τους αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Πουκεβίλ, στο έργο του Ταξίδι στην … Dictionary of Greek
βερισμός — Λογοτεχνικό ρεύμα στην Ιταλία, αντίστοιχο προς τον γαλλικό νατουραλισμό. Στο δεύτερο μισό του 19ου αι., η τάση εκείνη του ρομαντισμού που απέβλεπε στη λέξη μουσική είχε περιοριστεί σε έναν αφηρημένο συναισθηματισμό.Εναντίον του αντέδρασε ο ίδιος… … Dictionary of Greek
εκχυλίσματα — Προϊόντα φυτικής ή ζωικής προέλευσης, τα οποία προέρχονται από τους φλοιούς, τα ξύλα (τανικά ε.), από εξάτμιση των χυμών ή από τα διαλύματα ορισμένων ουσιών (φαρμακευτικά και θρεπτικά ε.). Τα δραστικά συστατικά που περιέχονται στα φαρμακευτικά ε … Dictionary of Greek
θερμοχρώματα — Ονομασία ορισμένων οργανομεταλλικών ενώσεων, που δίνουν ενδείξεις για τη θερμοκρασία ενός χώρου με την αλλαγή του χρώματός τους, εξαιτίας του σχηματισμού έγχρωμων οξειδίων. Τα θ. είναι παράγωγα του κοβαλτίου, του χρωμίου, του νικελίου κλπ.,… … Dictionary of Greek